ἀναβάσης

ἀναβάσης
ἀνάβασις
going up
fem nom/voc pl (doric aeolic)
ἀναβά̱σης , ἀναβαίνω
go up
aor part act fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… …   Dictionary of Greek

  • σκαλοβατικός — ή, όν, Α [σκαλοβάτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάβαση με κινητή κλίμακα ή στον σκαλοβάτη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκαλοβατική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής ανάβασης με σκάλα …   Dictionary of Greek

  • σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αδαμάντιος. Φιλικός, από τις Κυδωνίες. Ήταν δάσκαλος και μύησε πολλούς συμπατριώτες του στην ιδέα του Αγώνα. Πήρε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις, στη στεριά και στη θάλασσα. 2. Αλέξανδρος. Καταγόταν από… …   Dictionary of Greek

  • Λάουντα, Νίκι — (Niki Lauda, Βιέννη 1949 –). Αυστριακός οδηγός αγώνων ταχύτητας αυτοκινήτου. Γόνος εύπορης αυστριακής οικογένειας, συμμετείχε στον πρώτο αγώνα αυτοκινήτου το 1968, σε μια ειδική διαδρομή ανάβασης με ένα Mini Cooper, στον οποίο τερμάτισε δεύτερος …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — η ανάβαση στα βουνά, αθλητική επίδοση ανάβασης στο βουνό, αλλ. αλπινισμός: Αγώνες ορειβασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”